Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἐφίστημι τὸν νοῦν

См. также в других словарях:

  • εφίστημι — (ΑΜ ἐφίστημι, Α ιων. τ. ἐπίστημι) διορίζω, τοποθετώ νεοελλ. 1. (αόρ.) επέστην πλησίασα, έφθασα («επέστη η ώρα τής εκδικήσεως») 2. φρ. «εφιστώ την προσοχή κάποιου» σταματώ ή κατευθύνω την προσοχή κάποιου σε κάτι, τόν κάνω να προσέξει μσν. αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • συνεφίστημι — και συνεφιστάνω Α 1. τοποθετώ φρουρούς ή φύλακες 2. (αμτβ.) (ενν. τὸν νοῦν) παρατηρώ ή προσέχω κάτι μαζί με άλλον 3. μέσ. συνεφίσταμαι α) επιβλέπω κάτι από κοινού με άλλον β) επαναστατώ, εξεγείρομαι μαζί με άλλον γ) υπάρχω μαζί ή ταυτόχρονα με… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»